Полемизировать στα ελληνικά
Μετάφραση: полемизировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαφωνώ, επιχειρηματολογώ, διαπληκτίζομαι, polemize
Μεταφράσεις
- арбитр στα ελληνικά - κριτής, δικάζω, διαιτητής, διαιτητή, διαιτητή να, ο διαιτητής
- гм στα ελληνικά - εεε, ahem
- грегори στα ελληνικά - Γρηγόριος, Gregory, Γρηγορίου, Γρηγόρης, Γρηγόριο
- доброжелатель στα ελληνικά - εραστής, φιλανθρωπία, καλοσύνη, καλοθελητής, καλοθελητή
Τυχαίες λέξεις
Полемизировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαφωνώ, επιχειρηματολογώ, διαπληκτίζομαι, polemize
Μεταφράσεις: διαφωνώ, επιχειρηματολογώ, διαπληκτίζομαι, polemize