Полиция στα ελληνικά

Μετάφραση: полиция, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βία, αστυνομεύω, εξαναγκάζω, γουρούνι, αστυνομία, νόμος, δύναμη, αστυνομίας, αστυνομικής, αστυνομική, της αστυνομίας
Полиция στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вандализм στα ελληνικά - βανδαλισμός, βανδαλισμού, βανδαλισμό, βανδαλισμούς, βανδαλισμοί
  • выветривать στα ελληνικά - διαβρώνω, αέρας, ατμόσφαιρα, αερίζω, διαβρώνουν, διαβρώσει, διαβρώσουν, ...
  • выселенец στα ελληνικά - evictee
  • дроссель στα ελληνικά - βαλβίδα, πεταλούδας, γκαζιού, γκάζι, της πεταλούδας
Τυχαίες λέξεις
Полиция στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βία, αστυνομεύω, εξαναγκάζω, γουρούνι, αστυνομία, νόμος, δύναμη, αστυνομίας, αστυνομικής, αστυνομική, της αστυνομίας