Помойка στα ελληνικά
Μετάφραση: помойка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πουρμπουάρ, ρεγάλο, αιχμή, σκουπιδοτενεκές, πετώ, ξεφορτώνομαι, ποδοκόπι, ρίχνω, μάντρα, παλιοσιδηρικων, scrapyard, διαλυτήρια, διαλυτήριο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анестезировать στα ελληνικά - καθιστώ αναίσθητο, αναίσθητο, αναισθητοποιήσει, την αναισθητοποίηση, αναισθητοποιήσουν
- величать στα ελληνικά - τιμώ, προσδοθεί κύρος, προσδίδω αξία, εξυψώ, προσδίδω αξιοπρέπεια
- внезапность στα ελληνικά - έκπληξη, εξαφνικότητα, εξαφνικότης, αιφνίδιο, αναπάντεχο, αιφνιδιασμό
- вязанка στα ελληνικά - κύλινδρος, κυλώ, τσουβαλιάζω, τσαμπί, σύμπλεγμα, ψωμάκι, αφηνιάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Помойка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πουρμπουάρ, ρεγάλο, αιχμή, σκουπιδοτενεκές, πετώ, ξεφορτώνομαι, ποδοκόπι, ρίχνω, μάντρα, παλιοσιδηρικων, scrapyard, διαλυτήρια, διαλυτήριο
Μεταφράσεις: πουρμπουάρ, ρεγάλο, αιχμή, σκουπιδοτενεκές, πετώ, ξεφορτώνομαι, ποδοκόπι, ρίχνω, μάντρα, παλιοσιδηρικων, scrapyard, διαλυτήρια, διαλυτήριο