Понуждать στα ελληνικά
Μετάφραση: понуждать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακινώ, παροτρύνω, πειθαναγκάζω, εξαναγκάζω, επιβάλλω, παρόρμηση, κάνω, βία, κατασκευάζω, φτιάχνω, δύναμη, προτρέπω, παροτρύνει, έκκληση, παροτρύνουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- владеть στα ελληνικά - αντεπεξέρχομαι, κανόνας, έχω, ιθύνω, κυβερνώ, της], διέπω, ...
- горемыка στα ελληνικά - πενιχρός, δυστυχής, καημένος, φτωχός, διάβολος, ατυχής, ατυχές, ...
- дорабатывать στα ελληνικά - τελειώνω, τερματισμός, περατώνω, τέλος, τελειώσω, τελειώσει από, ολοκληρώσω, ...
- дупель στα ελληνικά - διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, διπλομπεκάτσινο
Τυχαίες λέξεις
Понуждать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακινώ, παροτρύνω, πειθαναγκάζω, εξαναγκάζω, επιβάλλω, παρόρμηση, κάνω, βία, κατασκευάζω, φτιάχνω, δύναμη, προτρέπω, παροτρύνει, έκκληση, παροτρύνουμε
Μεταφράσεις: παρακινώ, παροτρύνω, πειθαναγκάζω, εξαναγκάζω, επιβάλλω, παρόρμηση, κάνω, βία, κατασκευάζω, φτιάχνω, δύναμη, προτρέπω, παροτρύνει, έκκληση, παροτρύνουμε