Понукать στα ελληνικά

Μετάφραση: понукать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οδηγώ, παροτρύνω, κεντρίζω, πετώ, αποπαίρνω, παρόρμηση, παρακινώ, σπιρούνι, σπιρουνίζω, παροτρύνουμε, παροτρύνει, προτρέπω, έκκληση
Понукать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • барышник στα ελληνικά - κερδοσκόπος, γυρολόγος, μεταπράτης, huckster, εμποράκος, πλανόδιος πωλητής
  • бациллоноситель στα ελληνικά - επαφή, φορέας, μεταφορέας, φορέα, μεταφορέα, μεταφορικής
  • бурлак στα ελληνικά - πύργος, Bourlak
  • доломан στα ελληνικά - ράσο, Dolman, μανδύας
Τυχαίες λέξεις
Понукать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οδηγώ, παροτρύνω, κεντρίζω, πετώ, αποπαίρνω, παρόρμηση, παρακινώ, σπιρούνι, σπιρουνίζω, παροτρύνουμε, παροτρύνει, προτρέπω, έκκληση