Послабление στα ελληνικά
Μετάφραση: послабление, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελάττωση, επιείκεια, εκτόνωση, ελαττώνομαι, ξεκούραση, μείωση, μακροθυμία, απόλαυση, ανοχή, επιείκειά, ανοχής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аппалачи στα ελληνικά - Appalachians
- взвизгивать στα ελληνικά - βαβίζω, yelps
- вознестись στα ελληνικά - ανατέλλω, ορθώνομαι, αυξάνομαι, αύξηση, ανεβείτε, ανεβαίνουμε, ανέβει, ...
- двужильный στα ελληνικά - δύσκολος, γερός, ρωμαλέος, ανθεκτικός, δυνατός, σκληροτράχηλος, σκληρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Послабление στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελάττωση, επιείκεια, εκτόνωση, ελαττώνομαι, ξεκούραση, μείωση, μακροθυμία, απόλαυση, ανοχή, επιείκειά, ανοχής
Μεταφράσεις: ελάττωση, επιείκεια, εκτόνωση, ελαττώνομαι, ξεκούραση, μείωση, μακροθυμία, απόλαυση, ανοχή, επιείκειά, ανοχής