Посрамлять στα ελληνικά

Μετάφραση: посрамлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρίμα, ντροπή, δυσμένεια, ταπεινός, ντροπιάζει, θα προκαλούσε ντροπή, κάνει να ζηλέψουν, προκαλούσε ντροπή
Посрамлять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бальзамировать στα ελληνικά - ταριχεύω, βαλσαμώνω, βαλσάμωναν, βαλσαμώνουν, ταρίχευση, βαλσάμωναν τα
  • буфетчица στα ελληνικά - σερβιτόρα, ποτοπώλις, barmaid, μπαργούμαν, σερβιτόρα μπαρ
  • восстановимый στα ελληνικά - ανανεώσιμος, ανακτήσιμη, ανακτήσιμες, ανακτήσιμα, ανακτήσιμο, ανακτηθούν
  • гуманный στα ελληνικά - ανθρωπιστικός, επιεικής, ανθρώπινος, ανθρώπινη, μη βάναυσης, μη βάναυση, ανθρώπινες
Τυχαίες λέξεις
Посрамлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρίμα, ντροπή, δυσμένεια, ταπεινός, ντροπιάζει, θα προκαλούσε ντροπή, κάνει να ζηλέψουν, προκαλούσε ντροπή