Поставщик στα ελληνικά

Μετάφραση: поставщик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διανομέας, κατασκευαστής, παραγωγός, τροφοδότης, προμηθευτής, εργολάβος, πάροχος, πάροχο, φορέα παροχής, παρόχου
Поставщик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вечерня στα ελληνικά - Εσπερινός, εσπερινό, τον εσπερινό, εσπερινού, vespers
  • вооружать στα ελληνικά - όπλο, μπράτσο, χέρι, βραχίονα, βραχίονας, σκέλος
  • жокей στα ελληνικά - τζόκεϊ, αναβάτης, Jockey, το Jockey, του Jockey
  • завистливый στα ελληνικά - ζηλόφθονος, πράσινος, ζηλιάρης, ζηλόφθονοι, ζηλεύουν, ζηλόφθονες
Τυχαίες λέξεις
Поставщик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διανομέας, κατασκευαστής, παραγωγός, τροφοδότης, προμηθευτής, εργολάβος, πάροχος, πάροχο, φορέα παροχής, παρόχου