Τροφοδότης στα ρωσικά

Μετάφραση: τροφοδότης, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поставщик, провизии, общественного питания, выездные, поставщик провизии
Τροφοδότης στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τροφοδότης

τροφοδότης σακούλα, τροφοδότησ πλαίσιο, τροφοδότης αριστέας, τροφοδότησ οροφήσ, ασφαλής τροφοδότης, τροφοδότης λεξικό γλώσσας ρωσικά, τροφοδότης στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • τροφοδοσία στα ρωσικά - обслуживание, общественное питание, питание, питания, Кейтеринг, питанием
  • τροφοδοτώ στα ρωσικά - запасаться, фураж, прикармливать, выгон, порция, пасти, дача, ...
  • τροχαλία στα ρωσικά - ворот, шкив, блок, шкива, ролик, шкивов
  • τροχιά στα ρωσικά - сфера, область, шар, орбита, орбиту, орбите, орбиты, ...
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδότης στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: поставщик, провизии, общественного питания, выездные, поставщик провизии