Поторопиться στα ελληνικά
Μετάφραση: поторопиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπεύδω, βιάζομαι, βιασύνη, βιάζεται, βιαστούμε, βιαστείτε, βιαστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антагонистичный στα ελληνικά - ανταγωνιστικός, ανταγωνιστική, ανταγωνιστικές, ανταγωνιστικών, ανταγωνιστικό
- бескровный στα ελληνικά - ξανθός, χλωμός, αναιμικίς, αναίμακτος, αναίμακτη, αναίμακτο, αναίμακτες
- благодарение στα ελληνικά - ευχαριστία, δοξολογία, ημέρα των ευχαριστιών, ευχαριστήρια, την ημέρα των ευχαριστιών
- жюри στα ελληνικά - ένορκοι, κριτική επιτροπή, κριτικής επιτροπής, επιτροπή, κριτική
Τυχαίες λέξεις
Поторопиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπεύδω, βιάζομαι, βιασύνη, βιάζεται, βιαστούμε, βιαστείτε, βιαστεί
Μεταφράσεις: σπεύδω, βιάζομαι, βιασύνη, βιάζεται, βιαστούμε, βιαστείτε, βιαστεί