Превозмогать στα ελληνικά

Μετάφραση: превозмогать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, νικώ, δέρνω, κερδίζω, εικοσαριά, κατακτώ, σκορ, κατανικώ, καταβάλλω, ξεπερνώ, σκοράρω, νικημένος, υπερβαίνω, υπερισχύω, υπερνικώ, επικρατώ, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν
Превозмогать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • величавый στα ελληνικά - αβρός, σπουδαίος, ψηλός, εύθυμος, λαμπρός, κεφάτος, μεγάλος, ...
  • волчий στα ελληνικά - λύκος, Wolf, λύκου, λύκο, λύκων
  • гусенок στα ελληνικά - χηνάριο, χηνάκι, χηνάρι, χηνάκια, Gosling
  • деть στα ελληνικά - τόπος, μέρος, τοποθετώ, κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, ...
Τυχαίες λέξεις
Превозмогать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, νικώ, δέρνω, κερδίζω, εικοσαριά, κατακτώ, σκορ, κατανικώ, καταβάλλω, ξεπερνώ, σκοράρω, νικημένος, υπερβαίνω, υπερισχύω, υπερνικώ, επικρατώ, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν