Претерпевать στα ελληνικά
Μετάφραση: претерпевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάσχω, υποφέρω, παθαίνω, υποβάλλονται, υποβληθούν, υφίστανται, υποβάλλονται σε, υποβληθούν σε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аневризм στα ελληνικά - ανεύρυσμα, ανευρύσματος, του ανευρύσματος, το ανεύρυσμα, ανευρυσμάτων
- беднеть στα ελληνικά - αυξάνομαι, μεγαλώνω, ξεφτίζω, εξαλειφθούν, να εξαλειφθούν
- варшава στα ελληνικά - Βαρσοβία, Βαρσοβίας, Warsaw, της Βαρσοβίας, τη Βαρσοβία
- досадливый στα ελληνικά - πικρόχολος, ενόχληση, ενόχλησης, όχλησης, όχληση, την ενόχληση
Τυχαίες λέξεις
Претерпевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάσχω, υποφέρω, παθαίνω, υποβάλλονται, υποβληθούν, υφίστανται, υποβάλλονται σε, υποβληθούν σε
Μεταφράσεις: πάσχω, υποφέρω, παθαίνω, υποβάλλονται, υποβληθούν, υφίστανται, υποβάλλονται σε, υποβληθούν σε