Преувеличивать στα ελληνικά
Μετάφραση: преувеличивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερβαίνω, ξεπερνώ, εντείνω, παραλέω, ενισχύω, εξογκώνω, αυξάνω, μεγαλοποιώ, ρομάντζα, υπερβάλλω, επιστήσει την, να επιστήσει την, επιστήσω την, εφιστά την, επιστήσουν την
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апофеоз στα ελληνικά - θριαμβεύω, θρίαμβος, αποθέωση, αποθέωσης, αποθέωσή, την αποθέωση, αποθέωση που
- брокколи στα ελληνικά - μπρόκολο, το μπρόκολο, μπρόκολα, μπρόκολου, τα μπρόκολα
- гардемарин στα ελληνικά - νεαρός, δόκιμος αξιωματικός του ναυτικού, midshipman, σκοπός έστειλε, έβαλε τον σκοπό
- горящий στα ελληνικά - φλογερός, ζωντανός, παθιασμένος, φλεγόμενος, μένω, καύση, καύσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Преувеличивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερβαίνω, ξεπερνώ, εντείνω, παραλέω, ενισχύω, εξογκώνω, αυξάνω, μεγαλοποιώ, ρομάντζα, υπερβάλλω, επιστήσει την, να επιστήσει την, επιστήσω την, εφιστά την, επιστήσουν την
Μεταφράσεις: υπερβαίνω, ξεπερνώ, εντείνω, παραλέω, ενισχύω, εξογκώνω, αυξάνω, μεγαλοποιώ, ρομάντζα, υπερβάλλω, επιστήσει την, να επιστήσει την, επιστήσω την, εφιστά την, επιστήσουν την