Прибавить στα ελληνικά
Μετάφραση: прибавить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπλήρωμα, αυξάνω, αύξηση, επισυνάπτω, προσθέτω, εσωκλείω, συνδέω, περικλείω, προσθέστε, προσθέσετε, προσθέτουν, προσθέσει, να προσθέσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аллигатор στα ελληνικά - αλλιγάτορας, αλιγάτορα, αλιγάτορας, κροκοδειλάκια, σαν αλλιγάτορας
- господский στα ελληνικά - αρχοντικός
- гувернантка-француженка στα ελληνικά - δεσποινίς, Mademoiselle, Mademoiselle του, Δεσποινίδα
- дуб στα ελληνικά - βελανιδιά, δρύινος, δρυς, δρύινα, βελανιδιάς, δρυός
Τυχαίες λέξεις
Прибавить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπλήρωμα, αυξάνω, αύξηση, επισυνάπτω, προσθέτω, εσωκλείω, συνδέω, περικλείω, προσθέστε, προσθέσετε, προσθέτουν, προσθέσει, να προσθέσετε
Μεταφράσεις: συμπλήρωμα, αυξάνω, αύξηση, επισυνάπτω, προσθέτω, εσωκλείω, συνδέω, περικλείω, προσθέστε, προσθέσετε, προσθέτουν, προσθέσει, να προσθέσετε