Привычка στα ελληνικά
Μετάφραση: привычка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έθιμο, εξημέρωση, άσκηση, συνήθεια, χρήση, χρησιμοποιώ, αυλάκι, εντομή, έξη, κολάι, αυλακώνω, πρακτική, σχέδιο, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, η συνήθεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взволноваться στα ελληνικά - είμαι, κουνώ, διανύω, βρίσκομαι, σαλεύω, ενθουσιάζονται, πάρετε ενθουσιασμένος, ...
- винокур στα ελληνικά - απόσταξη, ποτοποιός, οινοπνευματοποιό, οινοπνευματοποιός, οινοπνευματοποιού, αποσταγματοποιό
- влияние στα ελληνικά - έμπνευση, ορμή, αντίκτυπο, αντίδραση, θέμα, κατάληξη, επενέργεια, ...
- доказать στα ελληνικά - δείχνω, ιδρύω, διαπιστώνω, καθιερώνω, επιβάλλω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Привычка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έθιμο, εξημέρωση, άσκηση, συνήθεια, χρήση, χρησιμοποιώ, αυλάκι, εντομή, έξη, κολάι, αυλακώνω, πρακτική, σχέδιο, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, η συνήθεια
Μεταφράσεις: έθιμο, εξημέρωση, άσκηση, συνήθεια, χρήση, χρησιμοποιώ, αυλάκι, εντομή, έξη, κολάι, αυλακώνω, πρακτική, σχέδιο, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, η συνήθεια