Приказчик στα ελληνικά
Μετάφραση: приказчик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπάλληλος, θαλαμηπόλος, επιστάτης, οικονόμος, καφετζής, πωλητής εστιατορίου, πωλητής καφετερίας
Μεταφράσεις
- гиббон στα ελληνικά - γίββων, γίββωνα, gibbon, γίββονος, από γίββωνα
- глядеть στα ελληνικά - εμφάνιση, ρολόι, βλέμμα, φαίνομαι, φρουρά, παρακολουθώ, κοιτάζω, ...
- естествовед στα ελληνικά - πανεπιστήμων, φυσιοδίφης, φυσιοδίφη, φυσιολατρικό, φυσιολατρικές, φυσιολατρικός
- жиронепроницаемый στα ελληνικά - λαδόχαρτο, αντικολλητικό, αδιαπέραστο σε λιπαρές, αδιαπέραστος από λιπαρές ουσίες, από λιπαρές ουσίες
Τυχαίες λέξεις
Приказчик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπάλληλος, θαλαμηπόλος, επιστάτης, οικονόμος, καφετζής, πωλητής εστιατορίου, πωλητής καφετερίας
Μεταφράσεις: υπάλληλος, θαλαμηπόλος, επιστάτης, οικονόμος, καφετζής, πωλητής εστιατορίου, πωλητής καφετερίας