Примыкающий στα ελληνικά
Μετάφραση: примыкающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσκείμενος, κοντινός, παρακείμενος, διπλανός, εφαπτόμενα, εφαπτόμενες, εφάπτεται, εφαπτόμενη, ακουμπά
Μεταφράσεις
- ветвистый στα ελληνικά - branchy, κλαδιά
- временами στα ελληνικά - πότε-, περιοδικά, κατά καιρούς, μερικές φορές, κατά περιόδους, φορές, ενίοτε
- вспучить στα ελληνικά - έξω, vspuchilis
- вяжущий στα ελληνικά - γλοιώδης, στυπτικός, στυπτικό, στυπτικές, στυπτική, στυφή
Τυχαίες λέξεις
Примыкающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσκείμενος, κοντινός, παρακείμενος, διπλανός, εφαπτόμενα, εφαπτόμενες, εφάπτεται, εφαπτόμενη, ακουμπά
Μεταφράσεις: προσκείμενος, κοντινός, παρακείμενος, διπλανός, εφαπτόμενα, εφαπτόμενες, εφάπτεται, εφαπτόμενη, ακουμπά