Принудительный στα ελληνικά
Μετάφραση: принудительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτακτικός, υποχρεωτικός, παθολογικός, αναγκαστική, αναγκάζονται, αναγκάστηκε, αναγκασμένοι, ανάγκασε
Μεταφράσεις
- американский στα ελληνικά - υπερατλαντικός, Αμερικανός, Αμερικής, αμερικανική, American, αμερικανικό
- вывалить στα ελληνικά - απολύω, ρυάκι, πετώ, κυλώ, πέταγμα, άφεση, εκπυρσοκρότηση, ...
- выпячивание στα ελληνικά - προεξοχή, προεξοχής, προεκβολή, η προεξοχή, την προεξοχή
- ежегодник στα ελληνικά - πρόσοδος, χρονικά, ετήσιος, ετήσιο ημερολόγιο, επετηρίδα, Yearbook, επετηρίδα της, ...
Τυχαίες λέξεις
Принудительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτακτικός, υποχρεωτικός, παθολογικός, αναγκαστική, αναγκάζονται, αναγκάστηκε, αναγκασμένοι, ανάγκασε
Μεταφράσεις: επιτακτικός, υποχρεωτικός, παθολογικός, αναγκαστική, αναγκάζονται, αναγκάστηκε, αναγκασμένοι, ανάγκασε