Приобрести στα ελληνικά
Μετάφραση: приобрести, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολαβή, λαμβάνω, αγοράζω, προμηθεύομαι, αποκτώ, παραλαμβάνω, αγορά, παίρνω, αποκτούν, να αποκτήσουν, αποκτήσουν, αποκτά, αποκτήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вальцовщик στα ελληνικά - μπικουτί, κύλινδρος, κυλίνδρου, κύλινδρο, ρολό, κυλίνδρων
- всемогущество στα ελληνικά - παντοδυναμία, παντοδυναμίας, την παντοδυναμία, της παντοδυναμίας, παντοδυναμία του
- готический στα ελληνικά - γοτθικό, γοτθικός, Γοτθική, γοτθικής, γοτθικού
- женщина-посол στα ελληνικά - πρεσβείρα, πρέσβειρα, πρέσβειρα της, η πρέσβειρα
Τυχαίες λέξεις
Приобрести στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολαβή, λαμβάνω, αγοράζω, προμηθεύομαι, αποκτώ, παραλαμβάνω, αγορά, παίρνω, αποκτούν, να αποκτήσουν, αποκτήσουν, αποκτά, αποκτήσει
Μεταφράσεις: απολαβή, λαμβάνω, αγοράζω, προμηθεύομαι, αποκτώ, παραλαμβάνω, αγορά, παίρνω, αποκτούν, να αποκτήσουν, αποκτήσουν, αποκτά, αποκτήσει