Приправить στα ελληνικά
Μετάφραση: приправить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίοδος, περίοδο, νοστιμίζω, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аритмия στα ελληνικά - αρρυθμία, αρρυθμίας, της αρρυθμίας, αρρυθμιών, την αρρυθμία
- визгливо στα ελληνικά - στριγκά, τα διαπεραστικά, τα διαπεραστικά τους, διαπεραστικά τους
- всадница στα ελληνικά - horsewoman
- завестись στα ελληνικά - φαίνομαι, διαφαίνομαι, αποκτώ, εμφανίζομαι, παίρνω, εκκίνηση του κινητήρα, την εκκίνηση του κινητήρα, ...
Τυχαίες λέξεις
Приправить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίοδος, περίοδο, νοστιμίζω, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
Μεταφράσεις: περίοδος, περίοδο, νοστιμίζω, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου