Прислониться στα ελληνικά
Μετάφραση: прислониться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακουμπώ, άπαχος, κλίνω, γέρνω, ψαχνό, άπαχο, σε άπαχο, άπαχου, άπαχα
Μεταφράσεις
- возмущать στα ελληνικά - σοκ, κραδασμός, οργή, κρούση, προσβολή, προπηλακίζω, διαταράσσω, ...
- довольство στα ελληνικά - ικανοποιημένος, ικανοποιημένο, ευχαριστημένος, πλούτος, αφθονία, άφθονος, ευγονία, ...
- драпироваться στα ελληνικά - τυλίγω, κουρτίνα, drape, ιματίου, ντραπέ, πάνα
- драчливость στα ελληνικά - εριστικότητα, μαχητικότητα, φιλόνικο
Τυχαίες λέξεις
Прислониться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακουμπώ, άπαχος, κλίνω, γέρνω, ψαχνό, άπαχο, σε άπαχο, άπαχου, άπαχα
Μεταφράσεις: ακουμπώ, άπαχος, κλίνω, γέρνω, ψαχνό, άπαχο, σε άπαχο, άπαχου, άπαχα