Присуждать στα ελληνικά

Μετάφραση: присуждать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφαίνομαι, βραβείο, απονέμω, προσφέρω, συσκέπτομαι, καταδικάζω, χορηγώ, επιδικάζω, δικάζω, κατακυρώνω, ανάθεση, ανάθεσης, σύναψης, απονομής
Присуждать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анализатор στα ελληνικά - αναλυτής, αναλυτή, αναλύτη, του αναλυτή, αναλύτης
  • вынестись στα ελληνικά - βέλος, ξεπετάγομαι, φέρουν, να φέρουν, φέρει, να φέρει, φέρει τα
  • горсть στα ελληνικά - φοίνικας, παραδίνω, χούφτα, δείκτης, δίνω, χέρι, λίγες, ...
  • дорожить στα ελληνικά - αξία, τιμή, εκτιμώ, έπαθλο, βραβείο, αξίας, τιμής, ...
Τυχαίες λέξεις
Присуждать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφαίνομαι, βραβείο, απονέμω, προσφέρω, συσκέπτομαι, καταδικάζω, χορηγώ, επιδικάζω, δικάζω, κατακυρώνω, ανάθεση, ανάθεσης, σύναψης, απονομής