Притворяться στα ελληνικά
Μετάφραση: притворяться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποθέτω, μάσκα, κολλητός, καμώματα, πλαστός, αποπνιχτικός, επηρεάζω, κοντά, προσωπείο, πιστεύω, προσποιούμαι, επιτηδεύομαι, κάλπικος, παριστάνω, κίβδηλος, πνιγηρός, κάνει να θεωρήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адаптация στα ελληνικά - διασκευή, προσαρμογή, προσαρμογής, την προσαρμογή, η προσαρμογή, της προσαρμογής
- амбразура στα ελληνικά - πολεμίστρα, κενό, παραθυράκι, κενού, το κενό
- богемный στα ελληνικά - Βοημίας, Bohemian, μποέμικο, μποέμ, της Βοημίας
- грунт στα ελληνικά - τομέας, γη, πεδίο, ίδρυμα, προσαράσσω, πάτος, ίδρυση, ...
Τυχαίες λέξεις
Притворяться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποθέτω, μάσκα, κολλητός, καμώματα, πλαστός, αποπνιχτικός, επηρεάζω, κοντά, προσωπείο, πιστεύω, προσποιούμαι, επιτηδεύομαι, κάλπικος, παριστάνω, κίβδηλος, πνιγηρός, κάνει να θεωρήσει
Μεταφράσεις: υποθέτω, μάσκα, κολλητός, καμώματα, πλαστός, αποπνιχτικός, επηρεάζω, κοντά, προσωπείο, πιστεύω, προσποιούμαι, επιτηδεύομαι, κάλπικος, παριστάνω, κίβδηλος, πνιγηρός, κάνει να θεωρήσει