Притязание στα ελληνικά

Μετάφραση: притязание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξίωση, ισχυρισμός, διεκδίκηση, διεκδικώ, ισχυρίζομαι, απαίτηση, αξίωσης
Притязание στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вытиснять στα ελληνικά - γραμματόσημο, χαρτόσημα, vytisnyat
  • выученный στα ελληνικά - μάθει, έμαθαν, έμαθε, έμαθα, αντλήθηκαν
  • городок στα ελληνικά - πόλη, τοποθετώ, τόπος, μέρος, πόλης, Town, της πόλης, ...
  • забываемый στα ελληνικά - λησμονήσιμη, λησμονήσιμο, ξεχαστεί, λησμονήσιμες, forgettable
Τυχαίες λέξεις
Притязание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξίωση, ισχυρισμός, διεκδίκηση, διεκδικώ, ισχυρίζομαι, απαίτηση, αξίωσης