Приучить στα ελληνικά
Μετάφραση: приучить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίοδος, νοστιμίζω, περίοδο, συνηθίζω, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бескомпромиссный στα ελληνικά - τέλειος, Λειτουργικότητα απευθείας
- вызревание στα ελληνικά - γήρανση, γηράσκων, γήρανσης, γήρανση του, γήρανσης του
- галоши στα ελληνικά - λάστιχα, καουτσούκ, ελαστικά, ελαστικών, ελαστικό
- гастрономический στα ελληνικά - γαστρονομικός, γαστρονομικές, γαστρονομική, γαστρονομικό, γαστρονομικής
Τυχαίες λέξεις
Приучить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίοδος, νοστιμίζω, περίοδο, συνηθίζω, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν
Μεταφράσεις: περίοδος, νοστιμίζω, περίοδο, συνηθίζω, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν