Причесать στα ελληνικά
Μετάφραση: причесать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτενίζω, χτένα, βούρτσα, πινέλο, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ботва στα ελληνικά - κορυφή, αποθερίδια, υπολειμμάτων θερισμού, φυλλώματος, καταστροφείς υπολειμμάτων θερισμού και, υπολειμμάτων θερισμού και
- бриджи στα ελληνικά - βράκες, βράκα, παντελόνι, μέχρι το γόνατο, γόνατο, παντελόνια μέχρι το γόνατο
- выдавать στα ελληνικά - λέω, ξεχωρίζω, δημοσιεύω, παραγωγή, θέμα, τεύχος, προδίδω, ...
- гомосексуализм στα ελληνικά - ομοφυλοφιλία, αντιστροφή, αναστροφή, η ομοφυλοφιλία, ομοφυλοφιλίας, την ομοφυλοφιλία, της ομοφυλοφιλίας
Τυχαίες λέξεις
Причесать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτενίζω, χτένα, βούρτσα, πινέλο, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου
Μεταφράσεις: χτενίζω, χτένα, βούρτσα, πινέλο, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου