Провентилировать στα ελληνικά

Μετάφραση: провентилировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αερίζω, αερίστε, αερίζετε, αερίζεται, αερίζονται
Провентилировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автогенез στα ελληνικά - αυτογενή, αυτογενών
  • географический στα ελληνικά - γεωγραφικός, γεωγραφική, γεωγραφικής, γεωγραφικών, γεωγραφικές
  • городовой στα ελληνικά - αστυνόμος, αστυφύλακας, αστυνομικός, αστυνομικό, αστυνομικού, χωροφύλακα
  • донкихотство στα ελληνικά - quixotism
Τυχαίες λέξεις
Провентилировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αερίζω, αερίστε, αερίζετε, αερίζεται, αερίζονται