Провожатый στα ελληνικά
Μετάφραση: провожатый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καβαλιέρος, ακολουθία, οδηγός, ξεναγώ, ξεναγός, καθοδηγώ, συνοδεύω, συνοδεία, συνοδός, συνοδείας, συνοδό, συνοδών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аконит στα ελληνικά - ακονίτο, aconite, ακόνιτο
- воссоединять στα ελληνικά - ξανασμίγω, συμφιλιώνω, συμφιλιώνομαι, επανενώνει, επανενώσει, επανενωθεί, επανενώσουμε, ...
- въедаться στα ελληνικά - τρώω, τσίμπημα, δαγκώνω, δάγκωμα, τρώει, τιμές, τρώει το, ...
- га στα ελληνικά - εκτάριο, εκταρίων, εκτάρια, εκτάριο που
Τυχαίες λέξεις
Провожатый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καβαλιέρος, ακολουθία, οδηγός, ξεναγώ, ξεναγός, καθοδηγώ, συνοδεύω, συνοδεία, συνοδός, συνοδείας, συνοδό, συνοδών
Μεταφράσεις: καβαλιέρος, ακολουθία, οδηγός, ξεναγώ, ξεναγός, καθοδηγώ, συνοδεύω, συνοδεία, συνοδός, συνοδείας, συνοδό, συνοδών