Проговаривать στα ελληνικά

Μετάφραση: проговаривать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκφωνώ, παραδίδω, λέω, προφέρω, ομιλία, μιλώ, ακριτολογώ, BLAB, φλυαρώ αδιάκριτα
Проговаривать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бракованный στα ελληνικά - ελαττωματικός, ελλειπτικός, ελαττωματικό, ελαττωματικά, ελαττωματικών, ελαττωματική
  • гноить στα ελληνικά - σαπίζω, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
  • досмотрщик στα ελληνικά - επιθεωρητής, επιστάτης, θυρωρός, επόπτης, ελεγκτής, εξεταστής, εξεταστή, ...
  • жалобный στα ελληνικά - πένθιμος, περίλυπος, θρηνώδης, θρηνητικός, παραπονετικός, παραπονιάρικος, λυπητερός
Τυχαίες λέξεις
Проговаривать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκφωνώ, παραδίδω, λέω, προφέρω, ομιλία, μιλώ, ακριτολογώ, BLAB, φλυαρώ αδιάκριτα