Проделать στα ελληνικά
Μετάφραση: проделать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπάζω, κόλπο, τρικ, διάλλειμα, αντεπίθεση, ξεγελώ, διάλειμμα, κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ворковать στα ελληνικά - μουρμουρίζω, τρυφερολόγημα, ερωτολογώ, COO, ΟΟΟ
- высидеть στα ελληνικά - άνοιγμα, εκκολάπτομαι, επωάζω, μπουκαπόρτα, κάθονται, καθίστε, καθίσετε, ...
- голландка στα ελληνικά - κτήνος, ζώο, Ολλανδή
- долготерпение στα ελληνικά - μακρόθυμος, πολύπαθη, μακροθυμία, πολύπαθο, την πολύπαθη
Τυχαίες λέξεις
Проделать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπάζω, κόλπο, τρικ, διάλλειμα, αντεπίθεση, ξεγελώ, διάλειμμα, κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν
Μεταφράσεις: σπάζω, κόλπο, τρικ, διάλλειμα, αντεπίθεση, ξεγελώ, διάλειμμα, κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν