Продолговатый στα ελληνικά

Μετάφραση: продолговатый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μακρόστενο, μεγάλος, επιμήκης, μακρύς, στενόμακρος, επιμήκη, επίμηκες, επιμήκεις
Продолговатый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бесплотный στα ελληνικά - αιθέρια, αιθέριο, αιθερικό, αιθερικού, αιθερικά
  • бирманка στα ελληνικά - Βιρμανίας, της Βιρμανίας, βιρμανικές, βιρμανικό, βιρμανική
  • выкашливать στα ελληνικά - βήχω, βήχας, φτύνω, βήχετε, να φτύνω, απεκκρίνει με το βήχα, ο βήχας επάνω
  • децилитр στα ελληνικά - δέκατο λίτρου, δεκατόλιτρο, deciliter, δέκατο του λίτρου, δεκάλιτρο
Τυχαίες λέξεις
Продолговатый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μακρόστενο, μεγάλος, επιμήκης, μακρύς, στενόμακρος, επιμήκη, επίμηκες, επιμήκεις