Продолжать στα ελληνικά
Μετάφραση: продолжать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προχωρώ, επεκτείνω, συνεχίζω, παγανίζω, ξαναρχίζω, κρατώ, προβαίνω, εξακολουθώ, κουβαλώ, εκτείνομαι, μεταφέρω, εκτείνω, ασκώ, επιδιώκω, συνεχίζομαι, κατακρατώ, ασκούν, συνεχίστε, συνεχίσουμε, συνεχίσει, συνεχίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бинокль στα ελληνικά - τζάμι, ποτήρι, γυαλί, διόπτρες, κιάλια, τα κιάλια, κυάλια, ...
- бочар στα ελληνικά - βαγενάς, βαρελάς, βαρελοποιός, Cooper, χαλκό, Κούπερ
- гелиотерапия στα ελληνικά - ηλιοθεραπεία
- гипноз στα ελληνικά - ύπνωση, ύπνωσης, την ύπνωση, η ύπνωση, της ύπνωσης
Τυχαίες λέξεις
Продолжать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προχωρώ, επεκτείνω, συνεχίζω, παγανίζω, ξαναρχίζω, κρατώ, προβαίνω, εξακολουθώ, κουβαλώ, εκτείνομαι, μεταφέρω, εκτείνω, ασκώ, επιδιώκω, συνεχίζομαι, κατακρατώ, ασκούν, συνεχίστε, συνεχίσουμε, συνεχίσει, συνεχίσουν
Μεταφράσεις: προχωρώ, επεκτείνω, συνεχίζω, παγανίζω, ξαναρχίζω, κρατώ, προβαίνω, εξακολουθώ, κουβαλώ, εκτείνομαι, μεταφέρω, εκτείνω, ασκώ, επιδιώκω, συνεχίζομαι, κατακρατώ, ασκούν, συνεχίστε, συνεχίσουμε, συνεχίσει, συνεχίσουν