Пройма στα ελληνικά
Μετάφραση: пройма, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοικιάζω, νοίκι, τρύπα, ενοίκιο, armhole, Βουρτσισμένο, Βουρτσισμένο εσωτερικά
Μεταφράσεις
- буер στα ελληνικά - βάρκα, πλοίο, σκάφος, σκάφους, σκαφών
- взволнованно στα ελληνικά - αναστατωμένα, ενθουσιασμό, με ενθουσιασμό, πάθος, ενθουσιασμένη
- вырабатывает στα ελληνικά - παράγει, προκαλεί, δημιουργεί, παράγουν, παραγωγή
- детонирующий στα ελληνικά - διαμέρισμα, επίπεδος, εκρηκτικών, εύκαμπτων εκρηκτικών, εκρηκτικές, εκρηκτικό, πυραγωγού
Τυχαίες λέξεις
Пройма στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοικιάζω, νοίκι, τρύπα, ενοίκιο, armhole, Βουρτσισμένο, Βουρτσισμένο εσωτερικά
Μεταφράσεις: ενοικιάζω, νοίκι, τρύπα, ενοίκιο, armhole, Βουρτσισμένο, Βουρτσισμένο εσωτερικά