Проклевываться στα ελληνικά

Μετάφραση: проклевываться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλλειμα, αντεπίθεση, σπάζω, διάλειμμα, σπάσει το, να σπάσει το, σπάσει την, σπάσει ο, σπάσει τη
Проклевываться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • администрация στα ελληνικά - διοίκηση, κυβέρνηση, διοικητικός, χορήγηση, διαχείριση, χορήγησης, διοίκησης
  • богоявление στα ελληνικά - Θεοφάνια, Θεοφανείων, Θεοφανίων, των Θεοφανίων, των Φώτων
  • вид στα ελληνικά - ευγενικός, ύφος, ξεδιαλέγω, μορφώνω, χροιά, τύπος, τσιλιαδόρος, ...
  • воронка στα ελληνικά - χωνί, κρατήρας, φουγάρο, καραμούζα, χοάνη, χοάνης, χωνιού, ...
Τυχαίες λέξεις
Проклевываться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλλειμα, αντεπίθεση, σπάζω, διάλειμμα, σπάσει το, να σπάσει το, σπάσει την, σπάσει ο, σπάσει τη