Прокурор στα ελληνικά

Μετάφραση: прокурор, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνήγορος, κατήγορος, εισαγγελέα, εισαγγελέας, εισαγγελικής αρχής, εισαγγελέας του
Прокурор στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акклиматизация στα ελληνικά - εγκλιματισμός, εγκλιματισμού, εγκλιματισμό, εγκλιματιστούν, τον εγκλιματισμό
  • балансирование στα ελληνικά - εξισορρόπηση, εξισορρόπησης, στάθμιση, ζυγοστάθμισης, την εξισορρόπηση
  • восточный στα ελληνικά - ανατολίτικος, ανατολικός, ανατολή, ανατολικά, ανατολική, ανατολικό, ανατολικής
  • делить στα ελληνικά - κατανέμω, διχάζω, μοιράζομαι, σκαλίζω, μερίδιο, μοιράζω, λαξεύω, ...
Τυχαίες λέξεις
Прокурор στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνήγορος, κατήγορος, εισαγγελέα, εισαγγελέας, εισαγγελικής αρχής, εισαγγελέας του