Промасливать στα ελληνικά
Μετάφραση: промасливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κερνώ, θεραπεύω, κέρασμα, μεταχειρίζομαι, λαδωμένο, λαδωμένη, λαδωμένα, λαδωμένες, τα λαδωμένα
Μεταφράσεις
- венецианский στα ελληνικά - ενετικός, ενετικό, βενετσιάνικο, βενετσιάνικη, βενετσιάνικα
- виолончель στα ελληνικά - τσέλο, τόσο, έτσι, βιολοντσέλο, βιολοντσέλου, τσέλλο, βιολοντσέλλο
- дуайен στα ελληνικά - κοσμήτορας, πρύτανης, πρύτανη, πρεσβύτερο βουλευτή
- женщина-скульптор στα ελληνικά - γλύπτρια, γλύπτριας, της γλύπτριας
Τυχαίες λέξεις
Промасливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κερνώ, θεραπεύω, κέρασμα, μεταχειρίζομαι, λαδωμένο, λαδωμένη, λαδωμένα, λαδωμένες, τα λαδωμένα
Μεταφράσεις: κερνώ, θεραπεύω, κέρασμα, μεταχειρίζομαι, λαδωμένο, λαδωμένη, λαδωμένα, λαδωμένες, τα λαδωμένα