Проращивать στα ελληνικά
Μετάφραση: проращивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάκλιντρο, καναπές, ντιβάνι, καναπέ, στον καναπέ, κλίνη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- второстепенный στα ελληνικά - περιφερειακός, δεύτερον, υπεξούσιος, δεύτερος, ασήμαντος, δευτερόλεπτο, επικουρικός, ...
- гадко στα ελληνικά - ρυπαρώς
- глицерин στα ελληνικά - γλυκερόλη, γλυκερίνη, γλυκερόλης, γλυκερίνης, η γλυκερόλη
- дорабатывать στα ελληνικά - τελειώνω, τερματισμός, περατώνω, τέλος, τελειώσω, τελειώσει από, ολοκληρώσω, ...
Τυχαίες λέξεις
Проращивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάκλιντρο, καναπές, ντιβάνι, καναπέ, στον καναπέ, κλίνη
Μεταφράσεις: ανάκλιντρο, καναπές, ντιβάνι, καναπέ, στον καναπέ, κλίνη