Проституировать στα ελληνικά

Μετάφραση: проституировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιερόδουλη, πόρνη, πόρνης, πορνεία, εκδιδόμενη
Проституировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • венгр στα ελληνικά - Ούγγρος, ουγγρικός, ουγγρική, ουγγρικής, ουγγρικές
  • высверливание στα ελληνικά - γεώτρηση, γεώτρησης, γεωτρήσεων, διάτρησης, διάτρηση
  • евклид στα ελληνικά - Ευκλείδης, Ευκλείδη, Euclid, του Ευκλείδη, ο Ευκλείδης
  • еврей στα ελληνικά - εβραίος
Τυχαίες λέξεις
Проституировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιερόδουλη, πόρνη, πόρνης, πορνεία, εκδιδόμενη