Публиковать στα ελληνικά
Μετάφραση: публиковать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακοινώνω, δημοσιεύω, δημοσιεύει, δημοσιεύουν, δημοσιεύσει, δημοσίευση, δημοσιεύσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амперметр στα ελληνικά - αμπεριόμετρο, ammeter, αμπερόμετρο, αμπερόμετρου, αμπερομέτρου
- ближний στα ελληνικά - γείτονας, γείτονα, γείτονά, πλησίον, γειτονική
- воеводство στα ελληνικά - αρμοδιότητα, επαρχία, είδος υφάσματος, Σιλεσίας, Σιλεσία, Silesia, Δυτικής Πομερανίας
- воспрепятствовать στα ελληνικά - προλαβαίνω, παρακωλύω, ένσταση, παρεμποδίζω, αποτρέπω, περιορίζω, εμποδίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Публиковать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακοινώνω, δημοσιεύω, δημοσιεύει, δημοσιεύουν, δημοσιεύσει, δημοσίευση, δημοσιεύσουν
Μεταφράσεις: ανακοινώνω, δημοσιεύω, δημοσιεύει, δημοσιεύουν, δημοσιεύσει, δημοσίευση, δημοσιεύσουν