Публичный στα ελληνικά
Μετάφραση: публичный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινός, φανερός, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автомагистраль στα ελληνικά - αυτοκινητόδρομος, αυτοκινητόδρομο, εθνική οδό, εθνικής οδού, αυτοκινητοδρόμου
- безусловно στα ελληνικά - ασφαλώς, βέβαια, βεβαίως, τελείως, απολύτως, αναμφισβήτητα, αναμφίβολος, ...
- гнездоваться στα ελληνικά - φωλιάζω, φωλιά, θαλάμη, φωλιάζουν, φωλιάς, τη φωλιά, φωλιές
- житель στα ελληνικά - κάτοικος, άνθρωποι, άνθρωπος, κολίγας, κόσμος, πληθυσμός, κάτοχος, ...
Τυχαίες λέξεις
Публичный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινός, φανερός, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες
Μεταφράσεις: κοινός, φανερός, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες