Пустой στα ελληνικά
Μετάφραση: пустой, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευάερος, κοίλος, ελαφρόμυαλος, φωτερός, κενό, φωτίζω, ασήμαντος, λευκός, κενός, γυμνός, άγραφος, κούφιος, ρηχός, αδρανής, άγραφτος, αργόσχολος, άδειο, κενή, κενών, κενές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бортпроводник στα ελληνικά - αεροσυνοδός, αεροσυνοδό, αεροσυνοδού, υπάλληλος πτήσης, την αεροσυνοδό
- воплощенный στα ελληνικά - ενσωματώνονται, που ενσωματώνονται, ενσωματώνεται, ενσωματωμένη, ενσωματωθεί
- диалоговый στα ελληνικά - διαδραστικά, διαδραστική, διαδραστικές, διαδραστικό, διαδραστικών
- жульё στα ελληνικά - απατεώνες, απατεώνων, τους απατεώνες, οι απατεώνες, άρπαγες
Τυχαίες λέξεις
Пустой στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευάερος, κοίλος, ελαφρόμυαλος, φωτερός, κενό, φωτίζω, ασήμαντος, λευκός, κενός, γυμνός, άγραφος, κούφιος, ρηχός, αδρανής, άγραφτος, αργόσχολος, άδειο, κενή, κενών, κενές
Μεταφράσεις: ευάερος, κοίλος, ελαφρόμυαλος, φωτερός, κενό, φωτίζω, ασήμαντος, λευκός, κενός, γυμνός, άγραφος, κούφιος, ρηχός, αδρανής, άγραφτος, αργόσχολος, άδειο, κενή, κενών, κενές