Пушка στα ελληνικά

Μετάφραση: пушка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όπλο, κανόνι, πιστόλι, καραμπίνα, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
Пушка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бальзам στα ελληνικά - βάλσαμο, balm, Βάλσαμα, βάλσαμο για, μελισσόχορτου
  • воздушный στα ελληνικά - ευάερος, κεραία, αέρας, αέρα, του αέρα, αεροπορικών, αέρος
  • гаррота στα ελληνικά - στραγγαλίζω, στραγγαλισμός
  • еврейка στα ελληνικά - Ιουδαΐα, Εβραία, Εβραία της, Εβραία κατ, Εβραίας
Τυχαίες λέξεις
Пушка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όπλο, κανόνι, πιστόλι, καραμπίνα, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού