Работоспособный στα ελληνικά
Μετάφραση: работоспособный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδοτικός, εργατικός, αποτελεσματικός, εργάζονται σκληρά, εργατικοί, σκληρά εργαζόμενους, που εργάζονται σκληρά
Μεταφράσεις
- антикварный στα ελληνικά - αρχαιολόγος, αντίκα, αντίκες, αντικέ, παλαιά, παλαιών
- буффон στα ελληνικά - κλόουν, παλιάτσος, γελωτοποιός, buffoon, καραγκιόζη, μπούφοι
- вынимать στα ελληνικά - παίρνω, πεζεύω, τραβήξτε προς τα έξω, τραβήξτε έξω, τραβήξτε, βγάλτε, βγάλει
- долготерпеливый στα ελληνικά - μακρόθυμος, πολύπαθη, μακροθυμία, πολύπαθο, την πολύπαθη
Τυχαίες λέξεις
Работоспособный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδοτικός, εργατικός, αποτελεσματικός, εργάζονται σκληρά, εργατικοί, σκληρά εργαζόμενους, που εργάζονται σκληρά
Μεταφράσεις: αποδοτικός, εργατικός, αποτελεσματικός, εργάζονται σκληρά, εργατικοί, σκληρά εργαζόμενους, που εργάζονται σκληρά