Ранить στα ελληνικά

Μετάφραση: ранить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, λαβώνω, τραυματίζω, τραύμα, πληγώνω, τραυματισμός, σκοτσέζος, αποτρέπω, ουίσκι, πονώ, κουκούτσι, πληγή, τραύματος, πληγής, του τραύματος
Ранить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вертеп στα ελληνικά - λημέρι, καταγώγιο, Φάτνη της Γεννήσεως, σκηνής της γέννησης, Γέννηση σκηνή, Γεννήσεως Σκηνή, σκηνής nativity
  • вкрапленность στα ελληνικά - γονιμοποίηση, εμπότιση, εμποτισμού, εμποτισμό, εμποτισμός
  • вяхирь στα ελληνικά - φάσα
  • джеймс στα ελληνικά - James, Τζέιμς, Ο James, τον James, Ιακώβου
Τυχαίες λέξεις
Ранить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, λαβώνω, τραυματίζω, τραύμα, πληγώνω, τραυματισμός, σκοτσέζος, αποτρέπω, ουίσκι, πονώ, κουκούτσι, πληγή, τραύματος, πληγής, του τραύματος