Распространять στα ελληνικά
Μετάφραση: распространять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαρδαίνω, παράγκα, αναδίνω, διαστέλλω, διευρύνω, απονέμω, πλαταίνω, διασκορπίζω, διαδίδω, μοιράζω, απλώνω, εφοδιάζω, διανέμω, σπέρνω, κυκλοφορώ, αποβάλλω, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- валяльщик στα ελληνικά - πληρέστερη, αναπτύσσονται διεξοδικώς, συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς, πληρέστερης, πληρέστερο
- выпалить στα ελληνικά - φωτιά, πυρκαγιά, βλαστός, απολύω, έρχομαι, εκτινάσσω, πυροβολώ, ...
- выправиться στα ελληνικά - δεξιός, σωστός, γίνομαι, αρμόζω, δικαίωμα, ισιώνω, ισιώσει, ...
- гроздь στα ελληνικά - συστοιχία, σύμπλεγμα, τσαμπί, δέσμη, μάτσο, σωρό, μπουκέτο
Τυχαίες λέξεις
Распространять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαρδαίνω, παράγκα, αναδίνω, διαστέλλω, διευρύνω, απονέμω, πλαταίνω, διασκορπίζω, διαδίδω, μοιράζω, απλώνω, εφοδιάζω, διανέμω, σπέρνω, κυκλοφορώ, αποβάλλω, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής
Μεταφράσεις: φαρδαίνω, παράγκα, αναδίνω, διαστέλλω, διευρύνω, απονέμω, πλαταίνω, διασκορπίζω, διαδίδω, μοιράζω, απλώνω, εφοδιάζω, διανέμω, σπέρνω, κυκλοφορώ, αποβάλλω, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής