Рассвирепевший στα ελληνικά

Μετάφραση: рассвирепевший, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρελός, θυμωμένος, λωλός, κουζουλός, τρελών, των τρελών, τρελοί, τρελλό
Рассвирепевший στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безуспешный στα ελληνικά - ανεπιτυχής, ηττηθείς, ανεπιτυχείς, ανεπιτυχή, ηττήθηκε
  • гарпунер στα ελληνικά - καμακεύτης
  • головной στα ελληνικά - εγκεφαλικός, πρώτος, στρατηγός, πρωταρχικός, πρωτεύουσα, κύριος, κυριότερος, ...
  • заблуждение στα ελληνικά - φτιάξιμο, κατακλυσμός, τρικ, ξεγελώ, λάθος, παραίσθηση, κόλπο, ...
Τυχαίες λέξεις
Рассвирепевший στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρελός, θυμωμένος, λωλός, κουζουλός, τρελών, των τρελών, τρελοί, τρελλό