Рассердить στα ελληνικά
Μετάφραση: рассердить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παίρνω, ερεθίζω, ενοχλώ, παρενοχλώ, οργή, στο θυμό, σε θυμό, την οργή, στην οργή
Μεταφράσεις
- второстепенный στα ελληνικά - περιφερειακός, δεύτερον, υπεξούσιος, δεύτερος, ασήμαντος, δευτερόλεπτο, επικουρικός, ...
- вялить στα ελληνικά - παστώνω, αλατίζω, ξηρός, θεραπεύω, κόπανος, καπνίζω, στεγνός, ...
- деревня στα ελληνικά - εξοχή, χωριό, πατρίδα, οικισμός, χώρα, χωριού, village, ...
- догматичный στα ελληνικά - δογματικός, δογματική, δογματικές, δογματικό, δογματικής
Τυχαίες λέξεις
Рассердить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παίρνω, ερεθίζω, ενοχλώ, παρενοχλώ, οργή, στο θυμό, σε θυμό, την οργή, στην οργή
Μεταφράσεις: παίρνω, ερεθίζω, ενοχλώ, παρενοχλώ, οργή, στο θυμό, σε θυμό, την οργή, στην οργή