Расточительный στα ελληνικά
Μετάφραση: расточительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπάταλος, απλοχέρης, κοκκινίζω, αφειδής, πολυδάπανος, επιδαψιλεύω, πολυτελής, αδρός, σπάταλη, σπατάλη, περιττή, σπάταλο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- владение στα ελληνικά - τιμαλφή, αμπάρι, κατοχή, προσταγή, διατάζω, αρμοδιότητα, περιουσία, ...
- гетто στα ελληνικά - γκέττο, γκέτο, γκέτο της, του γκέτο
- головокружительный στα ελληνικά - ζαλισμένος, ζάλη, ζαλάδα, ζάλης, ζαλισμένοι
- душистый στα ελληνικά - γλυκός, ευώδης, καραμέλα, αρωματικός, γλυκό, γλυκιά, γλυκά, ...
Τυχαίες λέξεις
Расточительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπάταλος, απλοχέρης, κοκκινίζω, αφειδής, πολυδάπανος, επιδαψιλεύω, πολυτελής, αδρός, σπάταλη, σπατάλη, περιττή, σπάταλο
Μεταφράσεις: σπάταλος, απλοχέρης, κοκκινίζω, αφειδής, πολυδάπανος, επιδαψιλεύω, πολυτελής, αδρός, σπάταλη, σπατάλη, περιττή, σπάταλο