Рисоваться στα ελληνικά

Μετάφραση: рисоваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αργαλειός, ποζάρω, φαίνομαι, διαφαίνομαι, εμφανίζομαι, πόζα, ξεπροβάλλω, επίδειξη, επιδεικνύω, αναδείξουν, να αναδείξουν, επιδείξουν
Рисоваться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • альпы στα ελληνικά - Άλπεις, Άλπεων, Alps, Άλπες, Αλπεις
  • блаженный στα ελληνικά - ευτυχής, ευλογημένος, ευλογημένο, ευλογημένη, ευλογημένοι, ευλογημένα
  • газопровод στα ελληνικά - αγωγός, αγωγού, αγωγό, αγωγών, του αγωγού
  • дантист στα ελληνικά - οδοντίατρος, οδοντίατρο, οδοντιάτρου, οδοντίατρό, τον οδοντίατρό
Τυχαίες λέξεις
Рисоваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αργαλειός, ποζάρω, φαίνομαι, διαφαίνομαι, εμφανίζομαι, πόζα, ξεπροβάλλω, επίδειξη, επιδεικνύω, αναδείξουν, να αναδείξουν, επιδείξουν