Роиться στα ελληνικά

Μετάφραση: роиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σμάρι, πλήθος, σμήνος, κυψέλη, σμήνους, σμήνο, swarm
Роиться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акционер στα ελληνικά - μέτοχος, μετόχου, μέτοχο, μετόχων, των μετόχων
  • встряхнуть στα ελληνικά - κούνημα, τινάξει, ανακινήστε, ταρακουνήσει, ανακινείτε
  • втирание στα ελληνικά - προστριβής, γδάρσιμο, ερεθισμούς, φθορά τους λόγω τριβής, τις κυκλικές
  • дневальный στα ελληνικά - ομαλή, εύρυθμη, τάξη, εύρυθμης, ομαλής
Τυχαίες λέξεις
Роиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σμάρι, πλήθος, σμήνος, κυψέλη, σμήνους, σμήνο, swarm